σταφίδιασμα

σταφίδιασμα
το
1. μετατροπή των σταφυλιών σε σταφίδα.
2. συρρίκνωση, ζάρωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σταφίδιασμα — το, Ν [σταφιδιάζω] 1. η ωρίμαση τών σταφυλιών και η μεταβολή τους σε σταφίδα 2. μτφ. (για πράγμ. και πρόσ.) ζάρωμα, στέγνωμα, ρυτίδιασμα …   Dictionary of Greek

  • ρίκνωμα — το, Ν [ρικνώνω] ρίκνωση, ζάρωμα, σκέβρωμα, σταφίδιασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”